- ελικηδόν
- επίρρ. спиралью, винтообразно, извилисто;
ελικηδόν γεγραμμένη υπογραφή — витиеватая подпись
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελικηδόν γεγραμμένη υπογραφή — витиеватая подпись
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἑλικηδόν — spirally indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελικηδόν — (Α ἑλικηδόν) επίρρ. 1. ελικοειδώς, σπειροειδώς 2. φρ. «ελικηδόν γραφή» είδος αρχαίας γραφής (τα γράμματα γράφονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ελικοειδής γραμμή που διαβάζεται από την περιφέρεια προς το κέντρο) … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek